- αλκαλιούχος
- ος , ον содержащий щёлочь, щелочной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άλκαλι + ούχος < έχω] … Dictionary of Greek
αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλιο: Πολλά μέταλλα είναι αλκαλιούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek